ηγανον

ηγανον
    ἤγανον
    ἤγᾰνον
    τό Anacr. = τάγηνον См. ταγηνον

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ηγανον" в других словарях:

  • ήγανον — ἤγανον, τὸ (Α) ιων. τ. αντί τήγανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαίνεται ότι προήλθε από εσφαλμένη κατάτμηση τού τ. τήγανον «τηγάνι» (τ ήγανον) θεωρήθηκε δηλ. το αρκτικό τ ως άρθρο (το). Είναι αβέβαιο αν ο τ. αυτός είναι προϊόν γλωσσικής μεταβολής ή απλώς… …   Dictionary of Greek

  • ἤγανον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγάνου — ἤγανον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγάνῳ — ἤγανον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠγάνωι — ἠγάνῳ , ἤγανον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»